- γυμνάζω
- (AM γυμνάζω)Ι. 1. εξασκώ κάποιον με σωματικές ασκήσεις, προπονώ2. εξασκώ κάποιον σε κάτι, εκπαιδεύω3. εθίζω κάποιον σε κάτιμσν.1. κινώ ποινική δίωξη2. ασκώ έφεσηαρχ.1. καταστρέφω, φθείρω2. συζητώ λεπτομερώς κάτιII. (η μετοχή παθ. παρακμ.) γυμνασμένος, -η, -ο (AM γεγυμνασμένος, -η, -ονΜ και γυμνασμένος, -η, -ον)1. με ασκημένο, αθλητικό σώμα2. ασκημένος, έμπειρος σε κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ενεργητικό γυμνάζω (< γυμνός) ήταν αρκετά σπάνιο στην Αρχαία. Αντ' αυτού χρησιμοποιούσαν κυρίως το μέσο γυμνάζομαι, το οποίο αρχικά σήμαινε «λαμβάνω μέρος σε γυμνικούς αγώνες», όπου οι αθλητές ασκούνταν γυμνοί, και έπειτα απλώς «εξασκούμαι (σωματικά και πνευματικά)», σημασία την οποία διατήρησε και στη νέα Ελληνική.ΠΑΡ. γύμναση (Α -ις), γυμνάσιο(ν), γύμνασμα, γυμναστήριο(ν), γυμναστήςαρχ.-μσν.γυμνάσιανεοελλ.γύμναστρα.ΣΥΝΘ. απογυμνάζω, εκγυμνάζω, προγυμνάζωαρχ.διαγυμνάζω, εγγυμνάζω, επιγυμνάζω, καταγυμνάζω, προαναγυμνάζω, προσγυμνάζω, συγγυμνάζω, υπογυμνάζωνεοελλ.καλογυμνάζω].
Dictionary of Greek. 2013.